Friday, May 18, 2007

Mέσα στην πόλη... (3)

Η παρέα ήταν μεγάλη…Οι φωνές και τα γέλια αρκετά διαπεραστικά, τόσο που προκαλούσαν την περιέργεια των υπολοίπων που συχνά πυκνά κοιτούσαν προς το μέρος τους…Ο Δαίμονας στάθηκε στο διπλανό τραπέζι, κάθισε και άρχισε να τους περιεργάζεται επίμονα…Ήταν καμιά δεκαριά άτομα, αγόρια και κορίτσια, στο άνθος της νιότης τους, όλο ζωντάνια, όλο χαρά, χωρίς σκοτούρες - το βάρος των υποχρεώσεων δεν είχε λυγίσει ακόμα την θέλησή τους να ζήσουν, να παίξουν, να ερωτευθούν, να αγαπήσουν-…Μόνο ένας ήταν σκυθρωπός, μόνο ένας ήταν λυπημένος…Στα αστεία της παρέας αρκούνταν σε ένα προσποιητό χαμόγελο, σε έναν μορφασμό χαράς που μετά βίας σχημάτιζε στο πρόσωπό του…Ήταν έξι μήνες τουλάχιστον που είχε χωρίσει από την αγαπημένη του…Δεν ήταν μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά του ήταν αρκετό για να νιώσει κάτι παραπάνω από σεξουαλική έλξη, να νιώσει κάτι παραπάνω από επιπόλαιο έρωτα, να την αγαπήσει…Είχαν διακόψει κάθε επαφή, αν και ο ίδιος είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί της, να δει τι κάνει, πως είναι, να της πει πως την αγαπά ακόμα περισσότερο…Οι κλήσεις του έμεναν αναπάντητες, τα μηνύματα επίσης…Όλοι στην παρέα του έλεγαν να την ξεχάσει, πάει τελείωσε, μια γυναίκα ήταν, όπως ξαφνικά μπήκε στη ζωή του έτσι ξαφνικά θα έφευγε…Ο κολλητός του δεν έχανε την ευκαιρία και συνεχώς του ψιθύριζε: «Ρε μαλάκα, ξεκόλλα. Μια χαρά παλικάρι είσαι, όποια γουστάρεις θα την έχεις. Ας’ την να πάει στο καλό». Αυτός έγνεφε καταφατικά, έλεγε: «Πάει τελείωσε, πάμε γι’ άλλα», αλλά κατά βάθος ήξερε και ήξεραν πως αυτό είναι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο…Ένας κοινός γνωστός τον είχε ενημερώσει πως από τον καιρό που είχαν χωρίσει, η αγαπημένη του σύχναζε όλη μέρα και όλη νύχτα σε καφέ, μπαρ και πίστες…Πολλοί την πολιορκούσαν, πολλοί της την έπεφταν, συχνά με χυδαίο τρόπο…Την ήθελαν για ένα γαμήσι, για να κοκορευτούν την άλλη μέρα στην παρέα τους και όλο στόμφο και περηφάνια να πουν: «Την πήδηξα από παντού»….Ήταν ο τύπος του άντρα που σιχαινόταν περισσότερο από οτιδήποτε…Δεν θα μπορούσε να συμπεριφερθεί ποτέ με αυτόν τον τρόπο…Όχι σε μια γυναίκα …Όχι στην αγαπημένη του…Αν και η ίδια τον περιφρονούσε αυτός ήταν πρόθυμος να δώσει τα πάντα για χάρη της…Να θυσιάσει τα όνειρά του, τις προσδοκίες του, προκειμένου να ζήσει μαζί της μέχρι το τέλος…Αρκεί να του το ζήταγε και θα το έκανε…Το τηλέφωνο χτύπησε…Η παρέα πάγωσε…Ήταν αυτή…Η αγαπημένη του…Το βλέμμα του διασταυρώθηκε απότομα με όλα τα μέλη της παρέας…Όλοι είχαν την ίδια έκφραση, όλοι του έστελναν το ίδιο μήνυμα: «Μην το σηκώσεις»…Αυτός δεν άντεξε…Πάτησε το κουμπί και απάντησε στην κλήση…Τραβήχτηκε απόμερα…Η παρέα κάτι ψιθύριζε χαμηλόφωνα…Του ήταν αδύνατο όμως να ακούσει…Είχε απορροφηθεί στη συζήτηση με το πρόσωπο που τον καλούσε…Του είπε ότι εδώ και μια βδομάδα είχε σχέση με κάποιον άλλο και τον παρακαλούσε να σταματήσει να την παίρνει τηλέφωνο και να τις στέλνει μηνύματα…Αυτός δάκρυσε, αν και δεν άφησε να φανεί στη φωνή του η θλίψη που τον είχε κυριέψει…Της υποσχέθηκε ότι θα σταματούσε να την παίρνει, της είπε πως θα είναι κοντά της σε ότι χρειαστεί, της είπε πως την αγαπά και μετά έκλεισε το τηλέφωνο απότομα…Σκούπισε με το χέρι του τα μάτια του και έκανε να γυρίσει στην παρέα όταν σκόνταψε κατά λάθος σε κάποιον…Ζήτησε συγνώμη και αναγνώρισε τον μοναχικό τύπο του διπλανού τραπεζιού, ο οποίος επί ώρα τον κοιτούσε επίμονα… «Τα ακριβά δώρα φρόντιζε να τα χαρίζεις σε όσους ξέρουν να εκτιμούν την αξία τους και να τα φυλάσσουν σαν τα μάτια τους στο διάβα του χρόνου» είπε ο τύπος, χαμογελώντας και ανασηκώνοντας ελαφρά το παλιομοδίτικο καπέλο του. Χαμογέλασε και αυτός, κατάλαβε…Γύρισε στην παρέα τους αγκάλιασε όλους ξεχωριστά και τα γέλια τους έσκιζαν το σκοτάδι και την ησυχία μέχρι το πρώτο χάραμα…

Thursday, May 17, 2007

Μέσα στην πόλη... (2)


Ο πατέρας κρατούσε το παιδί σφιχτά από το χέρι… Ο κόσμος ήταν αρκετός και φοβόταν μήπως το χάσει…Μια στιγμή αφηρημάδας, ένα βύθισμα στις σκέψεις θα ήταν αρκετό για να συνεχίσει την υπόλοιπη μέρα ψάχνοντας το γιο του μέσα στο πλήθος…Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε αλλά σχεδόν κανένας δεν ψώνιζε: «Είναι δύσκολοι καιροί», σκέφτηκε από μέσα του. «Φαινομενικά ο κόσμος έχει λεφτά, αλλά όλοι χρωστούν. Χρωστούν στις τράπεζες, χρωστούν στο ψιλικατζίδικο, χρωστούν σε γνωστούς, φίλους…». Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο σκαμμένο του πρόσωπο, ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ειρωνείας συνάμα: «Εγώ δεν χρωστάω σε κανέναν»…Πράγματι, στα σαράντα του ήταν επιτυχημένος επαγγελματίας, είχε δική του επιχείρηση η οποία πήγαινε καλά, εισαγωγές-εξαγωγές. Είχε σπίτι, πολυτελές εξοχικό, αυτοκίνητα και αρκετά μετρητά για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να εργάζεται…Κι όμως…Αν και ήταν απόγευμα, μόλις είχε φύγει από το γραφείο του. Τον κάλεσε η γυναίκα του στο κινητό να πάει να πάρει το παιδί από το φροντιστήριο. Έπρεπε να περεβρεθεί σε μία συνάντηση παλιών συμμαθητριών και της ήταν αδύνατον να το αναβάλλει…Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει…Επιτάχυναν το βήμα τους και σε λίγο είχαν φτάσει στο αυτοκίνητο, παρκαρισμένο σε μια γωνία, δίπλα σε έναν άστεγο που προσπαθούσε να καλυφθεί από τη βροχή φτιάχνοντας ένα πρόχειρο κατάλυμα από χαρτόνια και σακούλες. Το παιδί κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο πατέρας το βοήθησε να δέσει τη ζώνη του, ύστερα μπήκε και αυτός μέσα και έβαλε εμπρός…Ο Δαίμονας ήσυχα και αθόρυβα βολεύτηκε στην πίσω θέση του πολυτελούς σεντάν αυτοκινήτου…Η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει…Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν επίπονα και απομάκρυναν τις σταγόνες, οι οποίες έβγαζαν έναν εκκωφαντικό και ενοχλητικό θόρυβο καθώς μαστίγωναν το τζάμι, θόρυβο ικανό να του προκαλέσει δυσφορία. Στο τέλος του δρόμου υπήρχαν φανάρια…Επιτάχυνε για να προλάβει να περάσει, όμως το κόκκινο ανέκοψε τη φρενήρη πορεία του…Τότε πρόβαλλε αυτή…Δε θα ήταν πάνω από 17-18 χρονών. Φορούσε ένα εφαρμοστό τζιν παντελόνι, κι από πάνω ένα μπλουζάκι μουσκεμένο από τη βροχή, πού τόνιζε επιτακτικά την τέλεια καμπύλη του στήθους της…Τα μαλλιά της μακριά, ολόμαυρα, ίσια. Το δέρμα της λευκό… Το έντονο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, η μαύρη σκιά στα μάτια την μεταμόρφωναν στον πιο τολμηρό πειρασμό, λες και ήταν μια Σειρήνα βγαλμένη από τις σελίδες της μυθολογίας, που έβγαζε τους ναυτικούς από την πορεία τους με το γλυκό της τραγούδι και μετά τους κατασπάραζε…Ίδρωσε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άναψε τον κλιματισμό και μετά από λίγο τον ξανάκλεισε…Άνοιξε το παράθυρο και την κοιτούσε καθώς περνούσε το δρόμο. Ήθελε να βγεί από το αυτοκίνητο, να την ακολουθήσει, να τη σταματήσει και να την φιλήσει με τον πιο ερωτικό και παθιασμένο τρόπο στο στόμα…Δεν το είχε κάνει ποτέ αυτό…Ποτέ δεν ήταν αυθόρμητος…Ποτέ δεν θα έκανε κάτι που θα τον βγάλει έξω από το μονοπάτι της επιτυχίας…Ποτέ δεν θα ερωτευόταν, ποτέ δε θα αγαπούσε, ποτέ δε θα πρόδιδε την οικογένεια του, ποτέ, ποτέ, ποτέ…Και να τον στα σαράντα του να αναστατώνεται, να ξεβολεύεται, από μια μικρούλα την οποία επιθυμεί σαν κολασμένος…Κοίταξε το πρόσωπο του στον καθρέφτη. «Είμαι πολύ μεγάλος για να κάνω όσα δεν έκανα όταν ήμουν μικρός» μονολόγησε. Κοίταξε το παιδί του, όχι με το στοργικό πατρικό βλέμμα, αλλά με αυστηρότητα και φθόνο…Το έβλεπε σαν βάρος, σαν ένα ανεπιθύμητο φορτίο που του στερούσε τη δυνατότητα να τρέξει, να φωνάξει, να ερωτευθεί. Η αιθέρια ύπαρξη είχε απομακρυνθεί…το φανάρι είχε ανάψει…Ο Δαίμονας στεκόταν στο πεζοδρόμιο και κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε σκέφτηκε: «Είναι πια αργά για σένα φίλε μου»…Σε λίγα λεπτά είχε κι αυτός απομακρυνθεί….

Wednesday, May 16, 2007

Μέσα στην πόλη... (1)

Στεκόταν λίγα μέτρα μακρύτερα από το Δαίμονα. Ψηλός, αδύνατος, γύρω στα πενήντα, στα νιάτα του πρέπει να ήταν γεροδεμένος αλλά πλέον είχε καταντήσει ένα σκιάχτρο, καταδικασμένο να κινείται στο κοινωνικό περιθώριο. Είναι από αυτούς τους τύπους, που συνηθίζουν να μας ενοχλούν πουλώντας στυλό ή χαρτομάντιλα ή απλά ζητώντας ελεημοσύνη στο τρένο, στο λεωφορείο, στο δρόμο. Μετρούσε τις δεκάρες κουράζοντας με πράξεις το θολωμένο του μυαλό. Του έπεφταν στον δρόμο, έσκυβε να τις πιάσει, του ξανάπεφταν, ξανάσκυβε και πάλι από την αρχή. Το βλέμμα του χαμένο, το βήμα του αργό, βαρύ και νωχελικό καθώς τραβούσε στο περίπτερο για να αγοράσει λίγο καπνό, χαρτάκια και σπίρτα τα απαραίτητα σύνεργα για να δώσει μορφή στον μοναδικό του φίλο, το τσιγάρο. Προσπαθούσε να στρίψει και τα κατάφερνε καλά…Με πόση μαεστρία πέταγε τον καπνό στο χαρτάκι, τον ζύγιαζε ,το τύλιγε και το άναβε. Σχεδόν μηχανικά…Κάθε τσιγάρο μία στιγμή…Κάθε τσιγάρο μία ανάμνηση…Ανάμνηση από τι;;; Από μια ζωή όλο βάσανα, πόνο και θλίψη;;; Από μια ζωή φτώχειας και ανέχειας, μέσα στους δρόμους;;;; Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό του Δαίμονα…Τον πλησίασε, τράβηξε μια ρουφηξιά από το μισοτελειωμένο τσιγάρο του, τόσο βαθιά λες και η δύναμη που τον κρατούσε στη ζωή ήταν η προσμονή και η απόλαυσή της…Άρχισε να του μιλάει…Ήθελε να πει την ιστορία του, να βγάλει από μέσα του την απογοήτευση, την οργή, την πίκρα…Λένε ότι όταν εξομολογείσαι ένα μυστικό νιώθεις καλύτερα, ξελαφρώνεις…Αυτός αισθανόταν απαίσια, ντρεπόταν για αυτό που έχει γίνει, αναπολούσε αυτό που ήταν…Τι ήταν;;; Βολεμένος, γιος ελεύθερου επαγγελματία, ο οποίος ξόδεψε τη ζωή του για να χτίσει μια περιουσία από χαρτί και μέταλλο. Σε νεαρή ηλικία ο πατέρας του είχε πεθάνει και ο ίδιος όντας οικονομικά ευκατάστατος, ζούσε τη μεγάλη ζωή… Έξοδοι σε μαγαζιά, γυναίκες , τζόγος, η γνωστή ιστορία. Και επειδή το χρήμα όπως έρχεται φεύγει, έτσι έφυγε και από αυτόν μαζί με την ψυχή της μάνας του. Προσπάθησε να δουλέψει αλλά ποιος θα έβαζε στο πόστο έναν άνθρωπο που δεν ήξερε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να διασκεδάζει… Έτσι κατέληξε στους δρόμους…Σήκωσε το χέρι του και έδειξε στον Δαίμονα μια γωνία: «Αυτό είναι το σπιτικό μου» του είπε… «Η γωνία είναι το κρεβάτι μου και τα χαρτόνια τα σκεπάσματα μου». Ο Δαίμονας κοίταξε τα χαρτόνια, και την τεράστια διαφήμιση πάνω τους. Ειρωνεία της τύχης, ήταν διαφήμιση από υφάσματα. Με το ίδιο μέσο είχε πλουτίσει ο πατέρας του… Έβαλε τα κλάματα και πλέον ντρεπόταν περισσότερο και από τον εαυτό του, τον Δαίμονα που τον παρατηρούσε στην απόλυτη παρακμή, στον απόλυτο ξεπεσμό… Σηκώθηκε, κοντοστάθηκε ανάσανε βαριά, πέρασε απέναντι και σε 5 λεπτά είχε χαθεί μέσα στο πλήθος…Μόνο μια γόπα παρέμενε πατημένη στο πεζοδρόμιο, όμοια με τη ζωή του, τελειωμένη, σβηστή, αναμένοντας μία σκούπα που θα την οδηγήσει στο καλάθι των αχρήστων…Εντελώς ασυναίσθητα μια απορία κυρίευσε την σκέψη του Δαίμονα: «Ο άνθρωπος αυτός μετανιώνει για τις επιλογές που έχει κάνει. Ποιος εξασφαλίζει όμως ότι άλλες επιλογές θα οδηγούσαν σε άλλο αποτέλεσμα;;; Είναι μήπως η μοίρα ή ο άνθρωπος που καθορίζει την τύχη του». Μάζεψε τη γόπα από το δρόμο, την έβαλε στην τσέπη του και έφυγε….(συνεχίζεται)